-
1 τέντα
[тэнда] ουσ. Θ. навес, тентΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τέντα
-
2 палатка
палатка ж 1) η τέντα, η σκηνή; поставить (или разбить) \палаткау στήνω τέντα 2) (ларёк) το περίπτερο* * *ж1) η τέντα, η σκηνήпоста́вить ( или разби́ть) пала́тку — στήνω τέντα
2) ( ларёк) το περίπτερο -
3 тент
-
4 тент
το κάλυμμαразг. η τέντα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тент
-
5 навес
навесм τό ὑπόστεγο / ἡ τέντα (холщовый)! τό προστέγασμα, τό πρόστεγο[ν] (крыши)! τό γεΐσο[ν], ἡ γρηπίδα (над окном, дверью):деревянный \навес τό ξύλινο ὑπόστεγο. -
6 настежь
настежьнареч ὁρθάνοιχτα, τέντα:двери открыты \настежь οἱ πόρτες εἶναι ὁρθάνοιχτες. -
7 тент
тентм мор. ἡ τέντα -
8 шатер
шатерм ἡ σκηνή, τό ἀντίσκηνο, ἡ τέντα, τό τσαντήρι:раскинуть \шатер κατασκηνώνω, κατασκηνώ. -
9 навес
[ναβιές] ουσ. α. τέντα -
10 тент
[τιέντ] ουσ. α τέντα -
11 шатер
[σατιόρ] ουσ. α. τέντα -
12 навес
[ναβιές] ουσ α τέντα -
13 тент
[τιέντ] ουσ α τέντα -
14 шатер
[σατιόρ] ουσ α τέντα -
15 верх
-а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -и α.1. κορυφή•-и снежных гор οι κορυφές τών χιονισμένων βουνών•
-и деревьев οι κορυφές των δέντρων•
забраться на самый верх σκαρφαλώνω ως την κορυφή.
2. επιστέγασμα οχήματος•поднять верх во время дождя σηκώνω την τέντα όταν βρέχει.
3. πρόσοψη, φάτσα, η όρθα (υφάσματος).4. ο άνω ρους του ποταμού.5. πλθ. -и μτφ. οι κορυφές, οι καθοδηγητές•совещание в -ах σύσκεψη κορυφών.
6. επίρ. υπεράνω, άνω, πάνω, υπέρ•верх совершенства παραπάνω από τέλειο.
7. πλθ. -и οι ψηλές μουσικές νότες ή φωνές.8. με μερικά ρ. μαζί προσδίδεισ’ αυτά υπέρτερη σημασία•одержать верх υπερνικώ, υπερτερώ.
9. πλθ. -и το επιφανειακό, το εξωτερικό μέρος•усвоить лишь -и αφομοιώνω επιπόλαια, επιφανειακά.
εκφρ.брать (взять) верх – υπερέχω, υπερτερώ•быть на -у блаженства – είμαι υπερευτυχής•под верх – για ιππασία, της καβάλας•лошадь под верх – άλογο της καβάλας. -
16 тент
-а α.τέντα• σκηνή• αλεξήλιο• αλεξιβρόχιο.
См. также в других словарях:
τέντα — (I) οι, Ν εθνολ. λαός της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας. (II) η, ΝΜ, και τένδα Μ 1. σκηνή για προσωρινή διαμονή στο ύπαιθρο 2. (ειδικά) η στρατιωτική σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. 1. προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την… … Dictionary of Greek
τέντα — η (λ. λατ.) 1. σκηνή, τσαντίρι. 2. προπέτασμα από τεντωμένο ύφασμα που προφυλάγει από ήλιο, βροχή, αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεντόξυλο — το, Ν το κεντρικό ξύλινο κοντάρι στο οποίο στερεώνεται η τέντα, η σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέντα + ξύλο] … Dictionary of Greek
τεντόσχοινο — το, ΝΜ, και τεντόσκοινο Μ καθένα από τα σχοινιά με τα οποία προσδένεται η τέντα στους μπηγμένους στη γη πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέντα + σχοινί(ον) / σκοινί] … Dictionary of Greek
тент — Из англ. tent – то же; напротив, тента шатер , только русск. цслав. (Златостр. ХII в.; см. Срезн. III, 948). Через ср. греч. τέντα – то же из народнолат. tenda палатка от tendō, еrе натягивать ; см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 281; Гр. сл. эт. 200; Г.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Каламата (город) — У этого термина существуют и другие значения, см. Каламата (значения). Город Каламата Καλαμάτα Страна Греция … Википедия
Каламата — У этого термина существуют и другие значения, см. Каламата (значения). Город Каламата Καλαμάτα Страна ГрецияГреция … Википедия
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
παπυλιών — και παπυλεών, εῶνος και αιῶνος, ό, ΜΑ σκηνή, τέντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. papilio, ionis «σκηνή» (πρβλ. γαλλ. pavilion)] … Dictionary of Greek
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek