Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η τέντα

См. также в других словарях:

  • τέντα — (I) οι, Ν εθνολ. λαός της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας. (II) η, ΝΜ, και τένδα Μ 1. σκηνή για προσωρινή διαμονή στο ύπαιθρο 2. (ειδικά) η στρατιωτική σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. 1. προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την… …   Dictionary of Greek

  • τέντα — η (λ. λατ.) 1. σκηνή, τσαντίρι. 2. προπέτασμα από τεντωμένο ύφασμα που προφυλάγει από ήλιο, βροχή, αέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεντόξυλο — το, Ν το κεντρικό ξύλινο κοντάρι στο οποίο στερεώνεται η τέντα, η σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέντα + ξύλο] …   Dictionary of Greek

  • τεντόσχοινο — το, ΝΜ, και τεντόσκοινο Μ καθένα από τα σχοινιά με τα οποία προσδένεται η τέντα στους μπηγμένους στη γη πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέντα + σχοινί(ον) / σκοινί] …   Dictionary of Greek

  • тент — Из англ. tent – то же; напротив, тента шатер , только русск. цслав. (Златостр. ХII в.; см. Срезн. III, 948). Через ср. греч. τέντα – то же из народнолат. tenda палатка от tendō, еrе натягивать ; см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 281; Гр. сл. эт. 200; Г.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Каламата (город) — У этого термина существуют и другие значения, см. Каламата (значения). Город Каламата Καλαμάτα Страна Греция …   Википедия

  • Каламата — У этого термина существуют и другие значения, см. Каламата (значения). Город Каламата Καλαμάτα Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • παπυλιών — και παπυλεών, εῶνος και αιῶνος, ό, ΜΑ σκηνή, τέντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. papilio, ionis «σκηνή» (πρβλ. γαλλ. pavilion)] …   Dictionary of Greek

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»